υποτοπώ — έω, Α υποψιάζομαι («ὑποτοπήσαντες τὴν ἔχθραν αὐτῶν», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τοπῶ (< τόπος)] … Dictionary of Greek
καθυποτοπούμαι — καθυποτοποῡμαι, έομαι (Α) (επιτατ. τού υποτοπώ, ούμαι) μέ καταλαμβάνουν δυσοίωνες υποψίες, έχω μεγάλες υποψίες, είμαι καχύποπτος για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο τοποῡμαι «υποψιάζομαι»] … Dictionary of Greek
προσυποτοπώ — έω, Α 1. προσυποπτεύω* 2. συμπεραίνω κάτι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑποτοπῶ «υποψιάζομαι, εικάζω»] … Dictionary of Greek
προϋποτοπάζω — Μ προϋποτοπῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑποτοπάζω, μτγν. τ. τού ὑποτοπῶ] … Dictionary of Greek
προϋποτοπώ — έω, Α εικάζω, υποψιάζομαι προηγουμένως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑποτοπῶ «εικάζω, υπονοώ, υποψιάζομαι»] … Dictionary of Greek
υποτοπάζω — ΜΑ ὑποτοπῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τοπάζω «εικάζω, υποπτεύω» (< τόπος)] … Dictionary of Greek
υποτοπεύω — ΜΑ ὑποτοπῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τοπεύω (< τόπος)] … Dictionary of Greek
υποτόπημα — ήματος, τὸ, Μ [ὑποτοπῶ] υποψία, υπόνοια … Dictionary of Greek
υπότοπος — ον, Α αυτός που υποψιάζεται κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. ὑποτοπῶ «υποπτεύω»] … Dictionary of Greek