ὑποτοπῶ

ὑποτοπῶ
ὑποτοπάζω
fut ind act 1st sg (attic epic ionic)
ὑποτοπέω
suspect
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ὑποτοπέω
suspect
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
ὑποτοπέω
suspect
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ὑποτοπέω
suspect
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποτοπώ — έω, Α υποψιάζομαι («ὑποτοπήσαντες τὴν ἔχθραν αὐτῶν», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τοπῶ (< τόπος)] …   Dictionary of Greek

  • καθυποτοπούμαι — καθυποτοποῡμαι, έομαι (Α) (επιτατ. τού υποτοπώ, ούμαι) μέ καταλαμβάνουν δυσοίωνες υποψίες, έχω μεγάλες υποψίες, είμαι καχύποπτος για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο τοποῡμαι «υποψιάζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προσυποτοπώ — έω, Α 1. προσυποπτεύω* 2. συμπεραίνω κάτι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑποτοπῶ «υποψιάζομαι, εικάζω»] …   Dictionary of Greek

  • προϋποτοπάζω — Μ προϋποτοπῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑποτοπάζω, μτγν. τ. τού ὑποτοπῶ] …   Dictionary of Greek

  • προϋποτοπώ — έω, Α εικάζω, υποψιάζομαι προηγουμένως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑποτοπῶ «εικάζω, υπονοώ, υποψιάζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • υποτοπάζω — ΜΑ ὑποτοπῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τοπάζω «εικάζω, υποπτεύω» (< τόπος)] …   Dictionary of Greek

  • υποτοπεύω — ΜΑ ὑποτοπῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τοπεύω (< τόπος)] …   Dictionary of Greek

  • υποτόπημα — ήματος, τὸ, Μ [ὑποτοπῶ] υποψία, υπόνοια …   Dictionary of Greek

  • υπότοπος — ον, Α αυτός που υποψιάζεται κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. ὑποτοπῶ «υποπτεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”